κοιλέμβολος

κοιλέμβολος
-ο (Α κοιλέμβολος, -ον)
νεοελλ.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το κοιλέμβολο
η παράταξη πολεμικών σκαφών σε σχήμα ανεστραμμένου εμβόλου
αρχ.
αυτός που έχει σχήμα ανεστραμένου εμβόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -έμβολος (< ἔμβολον), πρβλ. κυαν-έμβολος, χρυσ-έμβολος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοιλέμβολος — hollow wedge masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλέμβολον — hollow wedge neut nom/voc/acc sg κοιλέμβολος hollow wedge masc/fem acc sg κοιλέμβολος hollow wedge neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”